-
1 ξυνοχη
ἥ1) pl. сужение, узкое местоἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ Hom. — в узкой части дороги, по по друг. на скрещении дорог
2) непрерывность, сплошная связь Arst.3) задержка, остановка(τῆς κινήσεως Arst.)
4) удерживание, сохранение(ἑαυτοῦ Plut.)
5) стеснение, томление(καρδίας NT.)
6) смятение, испуг(ἐθνῶν ἐπὴ γῆς NT.)
-
2 συνοχη
ἥ1) pl. сужение, узкое местоἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ Hom. — в узкой части дороги, по по друг. на скрещении дорог
2) непрерывность, сплошная связь Arst.3) задержка, остановка(τῆς κινήσεως Arst.)
4) удерживание, сохранение(ἑαυτοῦ Plut.)
5) стеснение, томление(καρδίας NT.)
6) смятение, испуг(ἐθνῶν ἐπὴ γῆς NT.)
См. также в других словарях:
συνοχή — Ελκτική δύναμη που παρεμποδίζει το διαχωρισμό μιας ουσίας ή ενός μείγματος σε περισσότερα μέρη. Η δύναμη αυτή, ανύπαρκτη στα αέρια, ασήμαντη, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, στα περισσότερα υγρά, συναντιέται ως φυσική ιδιότητα μόνο στα στερεά και… … Dictionary of Greek